ευφωνικός

ευφωνικός
-ή, -ό
1. αυτός που αναφέρεται ή συντελεί στην ευφωνία: Ευφωνική διάρθρωση φθόγγων.
2. «ευφωνικά σύμφωνα», τα σύμφωνα που τοποθετούνται σε ορισμένες θέσεις, ώστε να κάνουν τη λέξη όμορφη ακουστικά: Ευφωνικό ν.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ευφωνικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ευφωνία, που συμβάλλει, που συντελεί ώστε να δημιουργηθεί ευφωνία («το ευφωνικόν»). επίρρ... ευφωνικώς και ά με ευφωνία, χάριν ευφωνίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < εύφωνος. Η λ. μαρτυρείται από το 1859 στον Χ.… …   Dictionary of Greek

  • εύφωνος — η, ο (Α εὔφωνος, ον και εὐφωνής, ές) 1. αυτός που έχει γλυκιά, αρμονική φωνή, ο καλλίφωνος, ο εύηχος 2. (για κήρυκα ή ρήτορα) αυτός που έχει δυνατή φωνή, ο βροντόφωνος («λαβοῡσα κηρύκαιναν εὔφωνόν τινα», Αριστοφ.) αρχ. 1. (για λύρα) αυτός που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”